- κλιμακοπηγία
- η1. η κατασκευή κλίμακας, σκάλας2. το δικαίωμα τής στερέωσης κλίμακας σε ξένη ιδιοκτησία.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῖμαξ, -ακος + -πηγία (< -πηγός < πήγνυμι «κατασκευάζω»), πρβλ. αμαξο-πηγία, ναυ-πηγία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.